πουλλερικό

πουλλερικό
το, Ν
βλ. πουλερικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πουλερικό — και παλ. τ. πουλλερικό, το, Ν συν. στον πληθ. τα πουλερικά συνοπτική ονομασία τών κατοικίδιων πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί / πουλλί + κατάλ. ερικά κατά τα πεθερικά, σιδερικά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”